Νεφελῶν

Νεφελῶν
Νεφέλη
cloud
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νεφελῶν — νεφέλη cloud fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • облакъ — ОБЛАК|Ъ (222), А с. 1.Облако, туча: Красьна ѥсть милостини въ врѣмѧ ск‹ъ›рби. ˫ако||же и облаци дъждевьнии въ времѧ ведра. (νεφέλαι) Изб 1076, 165 об.–166; и се видѣ цр҃квь ѹ ѡблака сѹщɤ. и въ ѹжасти бывъ ЖФП XII, 47в; х҃съ б҃ъ... одѣва˫аи н҃бо… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Αριστοφάνης — I (περ. 445 π.Χ. – 388; π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Θεωρείται ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της λεγόμενης αρχαίας αττικής κωμωδίας· είναι ο μόνος του οποίου έχουν διασωθεί ολόκληρες κωμωδίες. Για τη ζωή του δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα. Ήταν γιος του… …   Dictionary of Greek

  • Papyrus 18 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 18 …   Deutsch Wikipedia

  • DITHYRAMBUS — Bacchi apud Graecos cognomen, quod ei datum volunt, vel quod in antro διθύρῳ seu bifori nutritus fuerit, vel quod bis natus binas fores transierit, alvum matris videlicet, et femur Iovis, ut in fabulis est; cui originationi tamen quantitas… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… …   Dictionary of Greek

  • νεφέλη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύζυγος του Αθάμαντα, που ήταν βασιλιάς των Μινυών στον Ορχομενό της Βοιωτίας. Από τον γάμο αυτό είχε αποκτήσει τον Φρίξο και την Έλλη. 2. Σύζυγος του Ιξίωνα, ο οποίος είχε ερωτευτεί την Ήρα, και που εξαιτίας του ο… …   Dictionary of Greek

  • νεφεληδόν — (Α) επίρρ. κατά τον τρόπο τών νεφελών, όπως οι νεφέλες, δηλ. σε μεγάλο αριθμό («νεφεληδὸν ἐπέρρεον αἴθοπες Ἰνδοί», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • στρέπταιγλος — αίγλα, ον, Α αυτός που περιστρέφει τη λάμψη («στρεπταίγλαν... ὁρμὰν νεφελῶν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στρεπτός + αιγλος (< αἴγλη)] …   Dictionary of Greek

  • Αραγκόν, Λουί — (Louis Aragon, Παρίσι 1897 – Παρίσι 1982). Γάλλος ποιητής και μυθιστοριογράφος. Ολόκληρο το έργο του κυριαρχείται από τρεις δυνάμεις: την πολιτική στράτευση, την πατρίδα και τον έρωτα για τη γυναίκα του, την Έλσα Τριολέ, στην οποία, όπως λέει,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”